ἐκφορικά

ἐκφορικά
ἐκφορικός
belonging to
neut nom/voc/acc pl
ἐκφορικά̱ , ἐκφορικός
belonging to
fem nom/voc/acc dual
ἐκφορικά̱ , ἐκφορικός
belonging to
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκφορικός — ἐκφορικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει στην εκφορά ή στην έκφραση 2. αυτός που μπορεί να εκφραστεί, να διατυπωθεί με λέξεις («ἐκφορικὰ νοήματα», Στωικ. απ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐκφορικόν η δύναμη να εκφράζεται κανείς με λόγια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”